- τριηκάς
- τριηκάς, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. for τριακάς (q. v.). [full] τριήκοντα, [full] τριηκόσιοι, etc., [dialect] Ion. for τριακ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριηκάς — άδος, ἡ, Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. τριακάς … Dictionary of Greek
τριακάς — άδος, ἡ, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. τριηκάς και, κατά τον Ησύχ., τριάξ Α (συνηρ. τ. αντί τριακοντάς) ο αριθμός τριάντα αρχ. 1. η τριακοστή μέρα κάθε μήνα 2. μήνας που περιέχει τριάντα μέρες 3. (στην Αθήνα) καθένα από τα τριάντα γένη κάθε φυλής 4.… … Dictionary of Greek